- χυδαϊσμός
- ο1) вульгарность, пошлость (поведения); 2) употребление просторечного языка; 3) просторечный оборот (речи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χυδαϊσμός — ο, Ν [χυδαΐζω] 1. χυδαίος λόγος ή χυδαία ενέργεια 2. (παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) λέξη ή έκφραση τής δημοτικής … Dictionary of Greek
χυδαϊσμός — ο 1. τρόπος ή λόγος χυδαίος. 2. η χρήση χυδαίας γλώσσας στον προφορικό ή γραφτό λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)